ωμοβύρσινος — ίνη, ον, ΜΑ κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα («ἀσπίσιν ὠμοβυρσίνοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βύρσινος (< βύρση «δέρμα»)] … Dictionary of Greek
ὠμοβυρσίνων — ὠμοβύρσινος made of raw leather fem gen pl ὠμοβύρσινος made of raw leather masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβύρσινον — ὠμοβύρσινος made of raw leather masc acc sg ὠμοβύρσινος made of raw leather neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβυρσίνοις — ὠμοβύρσινος made of raw leather masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβύρσινα — ὠμοβύρσινος made of raw leather neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοβύρσιος — ία, ον, Α [ὠμόβυρσος] ὠμοβύρσινος* … Dictionary of Greek
ωμόβυρσος — ον, Α ὠμοβύρσινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βυρσος (< βύρσα «δέρμα»), πρβλ. λεπτό βυρσος] … Dictionary of Greek